Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαφνοστεφανώνω< δάφνη + στεφανώνω

  Ρήμα επεξεργασία

δαφνοστεφανώνω, παθ. φωνή δαφνοστεφανώνομαι, παθ. μετοχή δαφνοστεφανωμένος

Κλίση επεξεργασία