Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στεφανωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στεφανωμέν
ος
η
στεφανωμέν
η
το
στεφανωμέν
ο
γενική
του
στεφανωμέν
ου
της
στεφανωμέν
ης
του
στεφανωμέν
ου
αιτιατική
τον
στεφανωμέν
ο
τη
στεφανωμέν
η
το
στεφανωμέν
ο
κλητική
στεφανωμέν
ε
στεφανωμέν
η
στεφανωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στεφανωμέν
οι
οι
στεφανωμέν
ες
τα
στεφανωμέν
α
γενική
των
στεφανωμέν
ων
των
στεφανωμέν
ων
των
στεφανωμέν
ων
αιτιατική
τους
στεφανωμέν
ους
τις
στεφανωμέν
ες
τα
στεφανωμέν
α
κλητική
στεφανωμέν
οι
στεφανωμέν
ες
στεφανωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στεφανωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
στεφανώνω
Μετοχή
επεξεργασία
στεφανωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
στεφανώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στεφανωμένος
γαλλικά
:
couronné
(fr)