Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεφανωμένος η στεφανωμένη το στεφανωμένο
      γενική του στεφανωμένου της στεφανωμένης του στεφανωμένου
    αιτιατική τον στεφανωμένο τη στεφανωμένη το στεφανωμένο
     κλητική στεφανωμένε στεφανωμένη στεφανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεφανωμένοι οι στεφανωμένες τα στεφανωμένα
      γενική των στεφανωμένων των στεφανωμένων των στεφανωμένων
    αιτιατική τους στεφανωμένους τις στεφανωμένες τα στεφανωμένα
     κλητική στεφανωμένοι στεφανωμένες στεφανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεφανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στεφανώνω

  Μετοχή επεξεργασία

στεφανωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία