στεφανηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανηφόρος < αρχαία ελληνική στεφανηφόρος / στεφανοφόρος < στέφανος + φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαστεφανηφόρος, -α / -ος, -ο
- (λογοτεχνικό, λόγιο) που φορά στεφάνι στην κεφαλή του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στεφανηφορία
- στεφανηφορώ
- → δείτε τις λέξεις στεφάνι και φέρω
Πηγές
επεξεργασία- στεφανηφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στεφανηφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεφανηφόρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στεφανηφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεφανηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.