πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεφανοφόρος η στεφανοφόρος
& στεφανοφόρα
το στεφανοφόρο
      γενική του στεφανοφόρου της στεφανοφόρου
& στεφανοφόρας
του στεφανοφόρου
    αιτιατική τον στεφανοφόρο τη στεφανοφόρο
& στεφανοφόρα
το στεφανοφόρο
     κλητική στεφανοφόρε στεφανοφόρε
& στεφανοφόρα
στεφανοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεφανοφόροι οι στεφανοφόροι
& στεφανοφόρες
τα στεφανοφόρα
      γενική των στεφανοφόρων των στεφανοφόρων των στεφανοφόρων
    αιτιατική τους στεφανοφόρους τις στεφανοφόρους
& στεφανοφόρες
τα στεφανοφόρα
     κλητική στεφανοφόροι στεφανοφόροι
& στεφανοφόρες
στεφανοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

στεφανοφόρος, -α / -ος, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • στεφανοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεφανοφόρος θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία