στεφανοφόρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στεφανοφόρος < στέφαν(ος) / στεφάν(ι) + -ο- + -φόρος (<φέρω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στεφανοφόρος θηλυκό
- (φίδι) είδος μη δηλητηριώδους και ντροπαλού φιδιού (Coronella austriaca}}) που ζει κυρίως στην Ευρώπη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στεφανοφόρος