στεφανοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανοφόρος < αρχαία ελληνική στεφανηφόρος / στεφανοφόρος < στέφανος + φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαστεφανοφόρος, -α / -ος, -ο
- (λογοτεχνικό, λόγιο) άλλη μορφή του στεφανηφόρος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις στεφανηφόρος, στεφάνι και φέρω
Πηγές
επεξεργασία- στεφανοφόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεφανοφόρος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- στεφανοφόρος < αρχαία ελληνική στεφανοφόρος / στεφανηφόρος < στέφανος + φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεφανοφόρος θηλυκό
- (φίδι) είδος μη δηλητηριώδους και ντροπαλού φιδιού (Coronella austriaca}}) που ζει κυρίως στην Ευρώπη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στεφανοφόρος