στεφανηφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανηφορώ < αρχαία ελληνική στεφανηφορέω / στεφανηφορῶ < στέφανος + φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαστεφανηφορώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεφανηφορώ | στεφανηφορούσα | θα στεφανηφορώ | να στεφανηφορώ | στεφανηφορώντας | |
β' ενικ. | στεφανηφορείς | στεφανηφορούσες | θα στεφανηφορείς | να στεφανηφορείς | (στεφανηφόρει) | |
γ' ενικ. | στεφανηφορεί | στεφανηφορούσε | θα στεφανηφορεί | να στεφανηφορεί | ||
α' πληθ. | στεφανηφορούμε | στεφανηφορούσαμε | θα στεφανηφορούμε | να στεφανηφορούμε | ||
β' πληθ. | στεφανηφορείτε | στεφανηφορούσατε | θα στεφανηφορείτε | να στεφανηφορείτε | στεφανηφορείτε | |
γ' πληθ. | στεφανηφορούν(ε) | στεφανηφορούσαν(ε) | θα στεφανηφορούν(ε) | να στεφανηφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεφανηφόρησα | θα στεφανηφορήσω | να στεφανηφορήσω | στεφανηφορήσει | ||
β' ενικ. | στεφανηφόρησες | θα στεφανηφορήσεις | να στεφανηφορήσεις | στεφανηφόρησε | ||
γ' ενικ. | στεφανηφόρησε | θα στεφανηφορήσει | να στεφανηφορήσει | |||
α' πληθ. | στεφανηφορήσαμε | θα στεφανηφορήσουμε | να στεφανηφορήσουμε | |||
β' πληθ. | στεφανηφορήσατε | θα στεφανηφορήσετε | να στεφανηφορήσετε | στεφανηφορήστε | ||
γ' πληθ. | στεφανηφόρησαν στεφανηφορήσαν(ε) |
θα στεφανηφορήσουν(ε) | να στεφανηφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεφανηφορήσει | είχα στεφανηφορήσει | θα έχω στεφανηφορήσει | να έχω στεφανηφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεφανηφορήσει | είχες στεφανηφορήσει | θα έχεις στεφανηφορήσει | να έχεις στεφανηφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεφανηφορήσει | είχε στεφανηφορήσει | θα έχει στεφανηφορήσει | να έχει στεφανηφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεφανηφορήσει | είχαμε στεφανηφορήσει | θα έχουμε στεφανηφορήσει | να έχουμε στεφανηφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεφανηφορήσει | είχατε στεφανηφορήσει | θα έχετε στεφανηφορήσει | να έχετε στεφανηφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεφανηφορήσει | είχαν στεφανηφορήσει | θα έχουν στεφανηφορήσει | να έχουν στεφανηφορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεφανηφορώ
|