Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
crown crowns

crown (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας crown
γ΄ ενικό ενεστώτα crowns
αόριστος crowned
παθητική μετοχή crowned
ενεργητική μετοχή crowning

crown (en)

  • στέφω
    The king was crowned. - Ο βασιλιάς στέφθηκε.