σημαντική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημαντική | ||
γενική | της | σημαντικής | ||
αιτιατική | τη | σημαντική | ||
κλητική | σημαντική | |||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημαντική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σημαντικός και δείτε σημασιολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.man.diˈci/
- συλλαβισμός : ση‐μα‐ντι‐κή
- ομόηχο: σημαντικοί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημαντική θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σημαντική θηλυκό
- θηλυκό του σημαντικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Βλ. «σημαντικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.