στέγη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέγη | οι | στέγες |
γενική | της | στέγης | των | στεγών |
αιτιατική | τη | στέγη | τις | στέγες |
κλητική | στέγη | στέγες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στέγη < αρχαία ελληνική στέγη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steg- / *teg- (καλύπτω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈste.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέ‐γη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στέγη θηλυκό
- η οριζόντια ή επικλινής επιφάνεια που καλύπτει κάποιο κτίσμα και μπορεί να αποτελείται από πλάκες, κεραμίδια, μπετόν κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το σπίτι, η κατοικία
- η εταιρεία ή ο οργανισμός που έχει ένα ορισμένο σκοπό να προωθήσει και να προστατεύσει
- ο χώρος που παρέχεται για την εξυπηρέτηση μιας ορισμένης, επαγγελματικής συνήθως, ανάγκης