μπετόν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /beˈton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐τόν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπετόν ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) μείγμα από άμμο, τσιμέντο και χαλίκι, που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση: το βάζουμε ρευστό π.χ. για θεμέλια ή πλάκες του πεζοδρομίου, και γίνεται συμπαγές μέσα σε λίγη ώρα
- άλλες μορφές: μπετό (λαϊκότροπο)
- (στον πληθυντικό) → δείτε μπετά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπετόν
→ δείτε τη λέξη σκυρόδεμα |
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.