Μείξη μπετόν.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπετόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική béton < λατινική bitumen (άσφαλτος) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /beˈton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐τόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπετόν ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία) μείγμα από άμμο, τσιμέντο και χαλίκι, που χρησιμοποιείται στην οικοδόμηση: το βάζουμε ρευστό π.χ. για θεμέλια ή πλάκες του πεζοδρομίου, και γίνεται συμπαγές μέσα σε λίγη ώρα
    άλλες μορφές: μπετό (λαϊκότροπο)
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε  μπετά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.