Ετυμολογία

επεξεργασία
μπετόν αρμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική betón armé [1] < betón & armé (οπλισμένος)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μπετόν αρμέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μπετόν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία