μπετόν αρμέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπετόν αρμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική betón armé [1] < betón & armé (οπλισμένος)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμπετόν αρμέ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) στερεοποιημένο μπετόν (σκυρόδεμα), ενισχυμένο με μεταλλικές ράβδους για μεγαλύτερη σταθερότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μπετόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπετόν αρμέ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπετόν αρμέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας