reinforced concrete
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reinforced concrete | reinforced concretes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- reinforced concrete < → δείτε τις λέξεις reinforced και concrete
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαreinforced concrete (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- reinforced concrete στην αγγλική Βικιπαίδεια