παραθετικά
θετικός concrete
συγκριτικός conreter / more concrete
υπερθετικός concretest / most concrete

concrete (en)

  1. συγκεκριμένος, κάτι που βασίζεται σε γεγονότα, όχι σε γενικές ιδέες ή εικασίες
      concrete evidence/proposals - συγκεκριμένες αποδείξεις/προτάσεις
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη specific
  2. συγκεκριμένος, που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
      concrete nouns - συγκεκριμένα ουσιαστικά
     συνώνυμα: tangible
     αντώνυμα: abstract

Παράγωγα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
concrete concretes

concrete (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία