μπετά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μπετά | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | μπετά | ||
κλητική | μπετά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπετά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (προφορικό) το στάδιο οικοδόμησης ενός κτίσματος, κατά το οποίο κατασκευάζεται ο σκελετός του με μπετόν
- → δείτε και τη λέξη σκελετά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπετά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπετό