σκελετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | σκελετός | οι | σκελετοί | τα | σκελετά |
γενική | του | σκελετού | των | σκελετών | των | σκελετών |
αιτιατική | τον | σκελετό | τους | σκελετούς | τα | σκελετά |
κλητική | σκελετέ | σκελετοί | σκελετά | |||
Οι «σκελετοί» για τα οστά. Τα «σκελετά», λαϊκότροπο, για τις κατασκευές. | ||||||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκελετός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκελετός < αρχαία ελληνική σκέλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kelh₁- (ξηραίνω, μαραίνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sce.leˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐λε‐τός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκελετός αρσενικό (πληθυντικός: οι σκελετοί)
- (ανατομία) το σύνολο των οστών ενός οργανισμού, ιδιαίτερα όταν μετά το θάνατο έχουν αποσυντεθεί όλα τα μαλακά μόρια και έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα οστά
- ⮡ βρέθηκε σε ανασκαφές ο σκελετός ενός δεινόσαυρου
- ένας πολύ αδύνατος άνθρωπος
- ο φέρων οργανισμός (από οπλισμένο σκυρόδεμα ή σίδερο ή άλλο υλικό) ενός κτηρίου ή άλλης κατασκευής, οποιοδήποτε υποσύστημα παρέχει εσωτερική υποστήριξη στα υπόλοιπα μέρη ενός μεγαλύτερου συνόλου
- το σχεδιάγραμμα με τις κύριες ιδέες και τη διάρθρωση ενός κειμένου
Σημειώσεις
επεξεργασία- με διαφορετική σημασία ο δεύτερος πληθυντικός: τα σκελετά