σκέλεθρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκέλεθρο | τα | σκέλεθρα |
γενική | του | σκέλεθρου | των | σκέλεθρων |
αιτιατική | το | σκέλεθρο | τα | σκέλεθρα |
κλητική | σκέλεθρο | σκέλεθρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκέλεθρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scheletro < ελληνιστική κοινή σκελετός (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsce.le.θɾo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκέλεθρο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) σκελετός
- (λογοτεχνικό) ο πολύ αδύνατος άνθρωπος, σαν σκελετός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκέλεθρο
|