σκελετίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκελετίνη < σκελετ(ός) + -ίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκελετίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ουσία που βρίσκεται στον σκελετό των ασπόνδυλων ζώων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκελετίνη
|
Πηγές
επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.