ξηραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηραίνω < αρχαία ελληνική < ξηρός
Ρήμα
επεξεργασίαξηραίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι ξηρό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξηραίνω | ξήραινα | θα ξηραίνω | να ξηραίνω | ξηραίνοντας | |
β' ενικ. | ξηραίνεις | ξήραινες | θα ξηραίνεις | να ξηραίνεις | ξήραινε | |
γ' ενικ. | ξηραίνει | ξήραινε | θα ξηραίνει | να ξηραίνει | ||
α' πληθ. | ξηραίνουμε | ξηραίναμε | θα ξηραίνουμε | να ξηραίνουμε | ||
β' πληθ. | ξηραίνετε | ξηραίνατε | θα ξηραίνετε | να ξηραίνετε | ξηραίνετε | |
γ' πληθ. | ξηραίνουν(ε) | ξήραιναν ξηραίναν(ε) |
θα ξηραίνουν(ε) | να ξηραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξήρανα | θα ξηράνω | να ξηράνω | ξηράνει | ||
β' ενικ. | ξήρανες | θα ξηράνεις | να ξηράνεις | ξήρανε | ||
γ' ενικ. | ξήρανε | θα ξηράνει | να ξηράνει | |||
α' πληθ. | ξηράναμε | θα ξηράνουμε | να ξηράνουμε | |||
β' πληθ. | ξηράνατε | θα ξηράνετε | να ξηράνετε | ξηράνετε | ||
γ' πληθ. | ξήραναν ξηράναν(ε) |
θα ξηράνουν(ε) | να ξηράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξηράνει | είχα ξηράνει | θα έχω ξηράνει | να έχω ξηράνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξηράνει | είχες ξηράνει | θα έχεις ξηράνει | να έχεις ξηράνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξηράνει | είχε ξηράνει | θα έχει ξηράνει | να έχει ξηράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξηράνει | είχαμε ξηράνει | θα έχουμε ξηράνει | να έχουμε ξηράνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξηράνει | είχατε ξηράνει | θα έχετε ξηράνει | να έχετε ξηράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξηράνει | είχαν ξηράνει | θα έχουν ξηράνει | να έχουν ξηράνει |
|