Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεραίνω < αρχαία ελληνική ξηραίνω

ξεραίνω, παθ. φωνή ξεραίνομαι, παθ. μτχ.: ξεραμένος

  1. αποξηραίνω, καθιστώ κάτι ξηρό, αφαιρώ τους χυμούς του, το στεγνώνω να μην έχει υγρασία
    ξεραίνω τη ντομάτα για να την κάνω λιαστή
  2. (λαϊκότροπο) χτυπώ κάποιον και τον πονώ πολύ
    Κόφτ' το ρε βλάκα, με ξέρανες!
  3. (λαϊκότροπο) κόβω το χέρι κάποιου
    Μη χτυπάς το αδελφάκι σου γιατί θα στο ξεράνω εγώ το χέρι
  4. μεσοπαθητικό: (λαϊκότροπο) πέφτω ξερός από κούραση ή μένω αποσβολωμένος από κάτι που άκουσα
  5. μεσοπαθητικό: χάνω την υγρασία μου
    Ξεράθηκε το ψωμί τόση ώρα πάνω στο τραπέζι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία