ξεραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεραίνω < αρχαία ελληνική ξηραίνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεραίνω, παθ. φωνή ξεραίνομαι, παθ. μτχ.: ξεραμένος
- αποξηραίνω, καθιστώ κάτι ξηρό, αφαιρώ τους χυμούς του, το στεγνώνω να μην έχει υγρασία
- ξεραίνω τη ντομάτα για να την κάνω λιαστή
- (λαϊκότροπο) χτυπώ κάποιον και τον πονώ πολύ
- Κόφτ' το ρε βλάκα, με ξέρανες!
- (λαϊκότροπο) κόβω το χέρι κάποιου
- Μη χτυπάς το αδελφάκι σου γιατί θα στο ξεράνω εγώ το χέρι
- μεσοπαθητικό: (λαϊκότροπο) πέφτω ξερός από κούραση ή μένω αποσβολωμένος από κάτι που άκουσα
- μεσοπαθητικό: χάνω την υγρασία μου
- Ξεράθηκε το ψωμί τόση ώρα πάνω στο τραπέζι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεραίνω | ξέραινα | θα ξεραίνω | να ξεραίνω | ξεραίνοντας | |
β' ενικ. | ξεραίνεις | ξέραινες | θα ξεραίνεις | να ξεραίνεις | ξέραινε | |
γ' ενικ. | ξεραίνει | ξέραινε | θα ξεραίνει | να ξεραίνει | ||
α' πληθ. | ξεραίνουμε | ξεραίναμε | θα ξεραίνουμε | να ξεραίνουμε | ||
β' πληθ. | ξεραίνετε | ξεραίνατε | θα ξεραίνετε | να ξεραίνετε | ξεραίνετε | |
γ' πληθ. | ξεραίνουν(ε) | ξέραιναν ξεραίναν(ε) |
θα ξεραίνουν(ε) | να ξεραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέρανα | θα ξεράνω | να ξεράνω | ξεράνει | ||
β' ενικ. | ξέρανες | θα ξεράνεις | να ξεράνεις | ξέρανε | ||
γ' ενικ. | ξέρανε | θα ξεράνει | να ξεράνει | |||
α' πληθ. | ξεράναμε | θα ξεράνουμε | να ξεράνουμε | |||
β' πληθ. | ξεράνατε | θα ξεράνετε | να ξεράνετε | ξεράνετε | ||
γ' πληθ. | ξέραναν ξεράναν(ε) |
θα ξεράνουν(ε) | να ξεράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεράνει | είχα ξεράνει | θα έχω ξεράνει | να έχω ξεράνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεράνει | είχες ξεράνει | θα έχεις ξεράνει | να έχεις ξεράνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεράνει | είχε ξεράνει | θα έχει ξεράνει | να έχει ξεράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεράνει | είχαμε ξεράνει | θα έχουμε ξεράνει | να έχουμε ξεράνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεράνει | είχατε ξεράνει | θα έχετε ξεράνει | να έχετε ξεράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεράνει | είχαν ξεράνει | θα έχουν ξεράνει | να έχουν ξεράνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεραίνομαι | ξεραινόμουν(α) | θα ξεραίνομαι | να ξεραίνομαι | ||
β' ενικ. | ξεραίνεσαι | ξεραινόσουν(α) | θα ξεραίνεσαι | να ξεραίνεσαι | (ξεραίνου) | |
γ' ενικ. | ξεραίνεται | ξεραινόταν(ε) | θα ξεραίνεται | να ξεραίνεται | ||
α' πληθ. | ξεραινόμαστε | ξεραινόμαστε ξεραινόμασταν |
θα ξεραινόμαστε | να ξεραινόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεραίνεστε | ξεραινόσαστε ξεραινόσασταν |
θα ξεραίνεστε | να ξεραίνεστε | (ξεραίνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεραίνονται | ξεραίνονταν ξεραινόντουσαν |
θα ξεραίνονται | να ξεραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεράθηκα | θα ξεραθώ | να ξεραθώ | ξεραθεί | ||
β' ενικ. | ξεράθηκες | θα ξεραθείς | να ξεραθείς | ξεράσου | ||
γ' ενικ. | ξεράθηκε | θα ξεραθεί | να ξεραθεί | |||
α' πληθ. | ξεραθήκαμε | θα ξεραθούμε | να ξεραθούμε | |||
β' πληθ. | ξεραθήκατε | θα ξεραθείτε | να ξεραθείτε | ξεραθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεράθηκαν ξεραθήκαν(ε) |
θα ξεραθούν(ε) | να ξεραθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεραθεί | είχα ξεραθεί | θα έχω ξεραθεί | να έχω ξεραθεί | ξεραμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεραθεί | είχες ξεραθεί | θα έχεις ξεραθεί | να έχεις ξεραθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεραθεί | είχε ξεραθεί | θα έχει ξεραθεί | να έχει ξεραθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεραθεί | είχαμε ξεραθεί | θα έχουμε ξεραθεί | να έχουμε ξεραθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεραθεί | είχατε ξεραθεί | θα έχετε ξεραθεί | να έχετε ξεραθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεραθεί | είχαν ξεραθεί | θα έχουν ξεραθεί | να έχουν ξεραθεί |