Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποξηραμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποξηραμέν
ος
η
αποξηραμέν
η
το
αποξηραμέν
ο
γενική
του
αποξηραμέν
ου
της
αποξηραμέν
ης
του
αποξηραμέν
ου
αιτιατική
τον
αποξηραμέν
ο
την
αποξηραμέν
η
το
αποξηραμέν
ο
κλητική
αποξηραμέν
ε
αποξηραμέν
η
αποξηραμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποξηραμέν
οι
οι
αποξηραμέν
ες
τα
αποξηραμέν
α
γενική
των
αποξηραμέν
ων
των
αποξηραμέν
ων
των
αποξηραμέν
ων
αιτιατική
τους
αποξηραμέν
ους
τις
αποξηραμέν
ες
τα
αποξηραμέν
α
κλητική
αποξηραμέν
οι
αποξηραμέν
ες
αποξηραμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποξηραμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποξηραίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποξηραμένος
γαλλικά
:
séché
(fr)
,
asséché
(fr)