↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξηραμένος η αποξηραμένη το αποξηραμένο
      γενική του αποξηραμένου της αποξηραμένης του αποξηραμένου
    αιτιατική τον αποξηραμένο την αποξηραμένη το αποξηραμένο
     κλητική αποξηραμένε αποξηραμένη αποξηραμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξηραμένοι οι αποξηραμένες τα αποξηραμένα
      γενική των αποξηραμένων των αποξηραμένων των αποξηραμένων
    αιτιατική τους αποξηραμένους τις αποξηραμένες τα αποξηραμένα
     κλητική αποξηραμένοι αποξηραμένες αποξηραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αποξηραμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία