Δείτε επίσης: ἀποξηραίνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποξηραίνω (παθητική φωνή: αποξηραίνομαι)

  1. κάνω κάτι ξηρό, το ξηραίνω, αφαιρώντας το νερό που έχει
    άλλες μορφές: αποξεραίνω, ξηραίνω
  2. (ειδικότερα) αποστραγγίζω (έλος, λίμνη κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία