αποξηραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποξηραίνω < αρχαία ελληνική ἀποξηραίνω < ἀπό + ξηραίνω < ξηρός
Ρήμα
επεξεργασίααποξηραίνω (παθητική φωνή: αποξηραίνομαι)
- κάνω κάτι ξηρό, το ξηραίνω, αφαιρώντας το νερό που έχει
- άλλες μορφές: αποξεραίνω, ξηραίνω
- (ειδικότερα) αποστραγγίζω (έλος, λίμνη κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποξήρανση
- αποξηραμένος
- αποξηραντήριο
- αποξηραντής
- αποξηραντικός
- → δείτε τη λέξη ξηρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποξηραίνω | αποξήραινα | θα αποξηραίνω | να αποξηραίνω | αποξηραίνοντας | |
β' ενικ. | αποξηραίνεις | αποξήραινες | θα αποξηραίνεις | να αποξηραίνεις | αποξήραινε | |
γ' ενικ. | αποξηραίνει | αποξήραινε | θα αποξηραίνει | να αποξηραίνει | ||
α' πληθ. | αποξηραίνουμε | αποξηραίναμε | θα αποξηραίνουμε | να αποξηραίνουμε | ||
β' πληθ. | αποξηραίνετε | αποξηραίνατε | θα αποξηραίνετε | να αποξηραίνετε | αποξηραίνετε | |
γ' πληθ. | αποξηραίνουν(ε) | αποξήραιναν αποξηραίναν(ε) |
θα αποξηραίνουν(ε) | να αποξηραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποξήρανα | θα αποξηράνω | να αποξηράνω | αποξηράνει | ||
β' ενικ. | αποξήρανες | θα αποξηράνεις | να αποξηράνεις | αποξήρανε | ||
γ' ενικ. | αποξήρανε | θα αποξηράνει | να αποξηράνει | |||
α' πληθ. | αποξηράναμε | θα αποξηράνουμε | να αποξηράνουμε | |||
β' πληθ. | αποξηράνατε | θα αποξηράνετε | να αποξηράνετε | αποξηράνετε | ||
γ' πληθ. | αποξήραναν αποξηράναν(ε) |
θα αποξηράνουν(ε) | να αποξηράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποξηράνει | είχα αποξηράνει | θα έχω αποξηράνει | να έχω αποξηράνει | ||
β' ενικ. | έχεις αποξηράνει | είχες αποξηράνει | θα έχεις αποξηράνει | να έχεις αποξηράνει | ||
γ' ενικ. | έχει αποξηράνει | είχε αποξηράνει | θα έχει αποξηράνει | να έχει αποξηράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποξηράνει | είχαμε αποξηράνει | θα έχουμε αποξηράνει | να έχουμε αποξηράνει | ||
β' πληθ. | έχετε αποξηράνει | είχατε αποξηράνει | θα έχετε αποξηράνει | να έχετε αποξηράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποξηράνει | είχαν αποξηράνει | θα έχουν αποξηράνει | να έχουν αποξηράνει |
|