dry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dry |
συγκριτικός | drier / dryer |
υπερθετικός | driest / dryest |
dry (en)
- στεγνός, ξερός, χωρίς νερό ή υγρασία
- ↪ dry clothes/wood - στεγνά ρούχα/ξύλα
- ↪ Gather some dry branches for the fireplace.
- Μάζεψε μερικά ξερά κλαδιά για το τζάκι.
- ↪ I pump a well dry.
- Αδειάζω πηγάδι (αντλώντας όλο το νερό).
- στεγνός, ξερός, χωρίς βροχή
- ↪ dry air/weather/road - στεγνός/ξερός αέρας/καιρός/δρόμος
- ↪ dry climate - στεγνό/ξερό κλίμα
- ξερός, ξηρός, για μαλλιά και δέρμα χωρίς τα φυσικά λίπη που το κάνουν απαλό και υγιές
- ↪ care for dry hair requires the use of special products - η φροντίδα για ξηρά μαλλιά απαιτεί τη χρήση ειδικών προϊόντων
- ξερός, για βήχα που δεν έχει φλέγματα
- ↪ a dry cough - ξερός βήχας
- ξερός, για ψωμί χωρίς κάτι άλλο, αυτά που συνήθως πάνε μαζί
- ↪ dry bread/toast (without butter) - ξερό ψωμί/ξερή φρυγανιά (χωρίς βούτυρο)
- ↪ Will we eat dry bread?
- Ξερό ψωμί θα φάμε;
- ξηρός, μπρούσκος, για ποτό που δεν έχει γλυκιά γεύση
- ↪ dry wine - ξηρός/μπρούσκος οίνος
- ήσυχος, ψυχρός, για χιούμορ που είναι πολύ έξυπνο και εκφράζεται με ήσυχο τρόπο, συχνά με ειρωνεία
- ↪ dry humour - ήσυχο χιούμορ
- ↪ dry sarcasm - ψυχρός σαρκασμός
- ξηρός, ξερός, ειρωνικός, που του λείπει το συναίσθημα
- ↪ the dry language of the public administration - η ξηρά γλώσσα της δημόσιας διοίκησης
- ↪ a dry laugh - ξερό γέλιο
- ↪ a dry smile - ειρωνικό χαμόγελο
- ανιαρός, στεγνός, ξηρός, ξερός, που είναι βαρετός
- όπου ισχύει η ποτοαπαγόρευση, χωρίς αλκοόλ
- ↪ a dry country - χώρα όπου ισχύει η ποτοαπαγόρευση
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dries |
αόριστος | dried |
παθητική μετοχή | dried |
ενεργητική μετοχή | drying |
dry (en)
- στεγνώνω, ξεραίνω, σκουπίζω για να απομακρύνω το νερό
- ↪ I am drying my clothes/my hands.
- Στεγνώνω τα ρούχα μου/χέρια μου.
- ↪ I dried myself in the sun/with a towel.
- Στέγνωσα στον ήλιο/με πετσέτα.
- ↪ I am drying figs/raisins
- Ξεραίνω σύκα/σταφίδες.
- ↪ I dry my hands on a rag.
- Σκουπίζω τα χέρια μου σε μια πατσαβούρα.
- ↪ I am drying my clothes/my hands.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- dry (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- dry (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- dry (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 69, 576, 607, 608, 802, 815. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανιαρός, μπρούσκος, ξεραίνω, ξερός, σκουπίζω, στεγνός, στεγνώνω