Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός dry
συγκριτικός drier / dryer
υπερθετικός driest / dryest

dry (en)

  1. στεγνός, ξερός, χωρίς νερό ή υγρασία
    ⮡  dry clothes/wood - στεγνά ρούχα/ξύλα
    ⮡  Gather some dry branches for the fireplace.
    Μάζεψε μερικά ξερά κλαδιά για το τζάκι.
    ⮡  I pump a well dry.
    Αδειάζω πηγάδι (αντλώντας όλο το νερό).
  2. στεγνός, ξερός, χωρίς βροχή
    ⮡  dry air/weather/road - στεγνός/ξερός αέρας/καιρός/δρόμος
    ⮡  dry climate - στεγνό/ξερό κλίμα
  3. ξερός, ξηρός, για μαλλιά και δέρμα χωρίς τα φυσικά λίπη που το κάνουν απαλό και υγιές
    ⮡  care for dry hair requires the use of special products - η φροντίδα για ξηρά μαλλιά απαιτεί τη χρήση ειδικών προϊόντων
  4. ξερός, για βήχα που δεν έχει φλέγματα
    ⮡  a dry cough - ξερός βήχας
  5. ξερός, για ψωμί χωρίς κάτι άλλο, αυτά που συνήθως πάνε μαζί
    ⮡  dry bread/toast (without butter) - ξερό ψωμί/ξερή φρυγανιά (χωρίς βούτυρο)
    ⮡  Will we eat dry bread?
    Ξερό ψωμί θα φάμε;
  6. ξηρός, μπρούσκος, για ποτό που δεν έχει γλυκιά γεύση
    ⮡  dry wine - ξηρός/μπρούσκος οίνος
  7. ήσυχος, ψυχρός, για χιούμορ που είναι πολύ έξυπνο και εκφράζεται με ήσυχο τρόπο, συχνά με ειρωνεία
    ⮡  dry humour - ήσυχο χιούμορ
    ⮡  dry sarcasm - ψυχρός σαρκασμός
  8. ξηρός, ξερός, ειρωνικός, που του λείπει το συναίσθημα
    ⮡  the dry language of the public administration - η ξηρά γλώσσα της δημόσιας διοίκησης
    ⮡  a dry laugh - ξερό γέλιο
    ⮡  a dry smile - ειρωνικό χαμόγελο
  9. ανιαρός, στεγνός, ξηρός, ξερός, που είναι βαρετός
    ⮡  a dry subject - ανιαρό/στεγνό/ξηρό θέμα
    ⮡  dry teaching/a dry lecture - ξερή διδασκαλία/διάλεξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boring
  10. όπου ισχύει η ποτοαπαγόρευση, χωρίς αλκοόλ
    ⮡  a dry country - χώρα όπου ισχύει η ποτοαπαγόρευση

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας dry
γ΄ ενικό ενεστώτα dries
αόριστος dried
παθητική μετοχή dried
ενεργητική μετοχή drying

dry (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • στεγνώνω, ξεραίνω, σκουπίζω για να απομακρύνω το νερό
    ⮡  I am drying my clothes/my hands.
    Στεγνώνω τα ρούχα μου/χέρια μου.
    ⮡  I dried myself in the sun/with a towel.
    Στέγνωσα στον ήλιο/με πετσέτα.
    ⮡  The paint didn’t dry yet.
    Η μπογιά δε στέγνωσε ακόμα.
    ⮡  I am drying figs/raisins
    Ξεραίνω σύκα/σταφίδες.
    ⮡  I dry my hands on a rag.
    Σκουπίζω τα χέρια μου σε μια πατσαβούρα.

Παράγωγα

επεξεργασία