στεγνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστεγνώνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στεγνό, του αφαιρώ τα υγρά με τα οποία ήταν εμποτισμένο
- μετά το λούσιμο στεγνώνει τα μαλλιά της με το πιστολάκι
- (αμετάβατο) αποβάλλω τα υγρά με τα οποία ήμουν εμποτισμένος, γίνομαι στεγνός
- απλώνουμε τα πλυμένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν
- (μεταφορικά) χάνω τη ζωτικότητά μου
- (μεταφορικά) μένω χωρίς λεφτά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεγνώνω | στέγνωνα | θα στεγνώνω | να στεγνώνω | στεγνώνοντας | |
β' ενικ. | στεγνώνεις | στέγνωνες | θα στεγνώνεις | να στεγνώνεις | στέγνωνε | |
γ' ενικ. | στεγνώνει | στέγνωνε | θα στεγνώνει | να στεγνώνει | ||
α' πληθ. | στεγνώνουμε | στεγνώναμε | θα στεγνώνουμε | να στεγνώνουμε | ||
β' πληθ. | στεγνώνετε | στεγνώνατε | θα στεγνώνετε | να στεγνώνετε | στεγνώνετε | |
γ' πληθ. | στεγνώνουν(ε) | στέγνωναν στεγνώναν(ε) |
θα στεγνώνουν(ε) | να στεγνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέγνωσα | θα στεγνώσω | να στεγνώσω | στεγνώσει | ||
β' ενικ. | στέγνωσες | θα στεγνώσεις | να στεγνώσεις | στέγνωσε | ||
γ' ενικ. | στέγνωσε | θα στεγνώσει | να στεγνώσει | |||
α' πληθ. | στεγνώσαμε | θα στεγνώσουμε | να στεγνώσουμε | |||
β' πληθ. | στεγνώσατε | θα στεγνώσετε | να στεγνώσετε | στεγνώστε | ||
γ' πληθ. | στέγνωσαν στεγνώσαν(ε) |
θα στεγνώσουν(ε) | να στεγνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεγνώσει | είχα στεγνώσει | θα έχω στεγνώσει | να έχω στεγνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεγνώσει | είχες στεγνώσει | θα έχεις στεγνώσει | να έχεις στεγνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεγνώσει | είχε στεγνώσει | θα έχει στεγνώσει | να έχει στεγνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεγνώσει | είχαμε στεγνώσει | θα έχουμε στεγνώσει | να έχουμε στεγνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεγνώσει | είχατε στεγνώσει | θα έχετε στεγνώσει | να έχετε στεγνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεγνώσει | είχαν στεγνώσει | θα έχουν στεγνώσει | να έχουν στεγνώσει |
|