Ετυμολογία

επεξεργασία
στεγνώνω < στεγνός + -ώνω

στεγνώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στεγνό, του αφαιρώ τα υγρά με τα οποία ήταν εμποτισμένο
    μετά το λούσιμο στεγνώνει τα μαλλιά της με το πιστολάκι
  2. (αμετάβατο) αποβάλλω τα υγρά με τα οποία ήμουν εμποτισμένος, γίνομαι στεγνός
    απλώνουμε τα πλυμένα ρούχα στον ήλιο για να στεγνώσουν
  3. (μεταφορικά) χάνω τη ζωτικότητά μου
  4. (μεταφορικά) μένω χωρίς λεφτά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία