στεγνός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στεγνός < αρχαία ελληνική στεγνός
- για σημασίες σύγχρονων όρων < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sec [1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στεγνός, -ή, -ό
- που δεν έχει διαποτιστεί από νερό ή άλλο υγρό, δεν έχει βραχεί
- που του λείπουν υγρά
- (μεταφορικά) αδυνατισμένος, αποστεωμένος
- (λογοτεχνία) που δεν είναι γλαφυρός
- (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
- (μεταφορικά) αχρήματος, αδέκαρος
- (μεταφορικά) που δεν έχει πιει καθόλου
- (μεταφορικά) που δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή φαρμάκων
- (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) τα στεγνά: το μέρος ενός πλεούμενου που (υπό φυσιολογικές συνθήκες) δεν έρχεται σε επαφή με το νερό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «στεγνός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.