↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεγνοκαθαριστήριο τα στεγνοκαθαριστήρια
      γενική του στεγνοκαθαριστηρίου
στεγνοκαθαριστήριου
των στεγνοκαθαριστηρίων
    αιτιατική το στεγνοκαθαριστήριο τα στεγνοκαθαριστήρια
     κλητική στεγνοκαθαριστήριο στεγνοκαθαριστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεγνοκαθαριστήριο < στεγνός + -ο- + καθαριστήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dry cleaning)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.ɣno.ka.θa.ɾiˈsti.ɾi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεγνοκαθαριστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία