στεγνοκαθαριστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεγνοκαθαριστήριο < στεγνός + -ο- + καθαριστήριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dry cleaning)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεγνοκαθαριστήριο ουδέτερο
- το κατάστημα στο οποίο γίνεται (στεγνό) καθάρισμα των ρούχων, των παπλωμάτων κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεγνοκαθαριστήριο