Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάπλωμα τα παπλώματα
      γενική του παπλώματος των παπλωμάτων
    αιτιατική το πάπλωμα τα παπλώματα
     κλητική πάπλωμα παπλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πάπλωμα σε κρεβάτι

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάπλωμα < μεσαιωνική ελληνική πάπλωμα < εφάπλωμα < ελληνιστική κοινή ἐφαπλόω / ἐφαπλῶ < ἐπί + ἁπλόω < ἁπλοῦς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάπλωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ο καβγάς είναι (ή γίνεται) για το πάπλωμα: το επίμαχο ζήτημα είναι το οικονομικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία