παπλωματάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπλωματάς < μεσαιωνική ελληνική παπλωματᾶς < πάπλωμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπλωματάς αρσενικό (θηλυκό: παπλωματού)
Συγγενικά επεξεργασία
- Παπλωματάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπλωματάς
|