• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παπλωματάς

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Παπλωματάς

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπλωματάς οι παπλωματάδες
      γενική του παπλωματά των παπλωματάδων
    αιτιατική τον παπλωματά τους παπλωματάδες
     κλητική παπλωματά παπλωματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παπλωματάς < μεσαιωνική ελληνική παπλωματᾶς < πάπλωμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπλωματάς αρσενικό (θηλυκό: παπλωματού)

  • (επάγγελμα) άλλη μορφή του παπλωματοποιός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Παπλωματάς (επώνυμο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παπλωματάς
  • → δείτε τη λέξη παπλωματοποιός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παπλωματάς&oldid=5563442"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Μαΐου 2022, στις 08:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Μαΐου 2022, στις 08:35.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας