↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπλωματάδικο τα παπλωματάδικα
      γενική του παπλωματάδικου των παπλωματάδικων
    αιτιατική το παπλωματάδικο τα παπλωματάδικα
     κλητική παπλωματάδικο παπλωματάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παπλωματάδικο < πάπλωμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπλωματάδικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία