Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπλωματάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παπλωματάδικ
ο
τα
παπλωματάδικ
α
γενική
του
παπλωματάδικ
ου
των
παπλωματάδικ
ων
αιτιατική
το
παπλωματάδικ
ο
τα
παπλωματάδικ
α
κλητική
παπλωματάδικ
ο
παπλωματάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπλωματάδικο
<
πάπλωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπλωματάδικο
ουδέτερο
εργοστάσιο ή βιοτεχνία που κατασκευάζει
παπλώματα
κατάστημα που πουλάει
παπλώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπλωματάδικο