dry cleaner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dry cleaner | dry cleaners |
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαdry cleaner (en) → δείτε τις λέξεις dry και cleaner
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- dry cleaner στην αγγλική Βικιπαίδεια