Ετυμολογία 1

επεξεργασία
cleaner < clean + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cleaner cleaners

cleaner (en)

  1. (επάγγελμα) ο καθαριστής, η καθαρίστρια
    ⮡  a window cleaner - καθαριστής παραθυριών
  2. (συνήθως σε σύνθετα) το καθαριστικό, η ουσία ή η μηχανή που καθαρίζει
    ⮡  an acidic cleaner - όξινο καθαριστικό
    ⮡  an all-purpose liquid cleaner - καθαριστικό υγρό γενικής χρήσης
    ⮡  an electric vacuum cleaner - ηλεκτρική σκούπα
  3. (πληθυντικός ή cleaner's) το καθαριστήριο, το στεγνοκαθαριστήριο
    ⮡  I gave the suit/the blankets to the cleaners/cleaner's.
    Έδωσα το κοστούμι/τις κουβέρτες στο καθαριστήριο.

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
cleaner < clean + -er συγκριτικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

cleaner (en)