ηλεκτρική σκούπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ηλεκτρικός και σκούπα
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαηλεκτρική σκούπα θηλυκό
- ηλεκτρική συσκευή που καθαρίζει επιφάνειες ρουφώντας τη σκόνη ή μικρά σκουπιδάκια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρική σκούπα