Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθαρίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εκκαθαρίστρια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καθαρίστρι
α
οι
καθαρίστρι
ες
γενική
της
καθαρίστρι
ας
των
καθαριστρι
ών
αιτιατική
την
καθαρίστρι
α
τις
καθαρίστρι
ες
κλητική
καθαρίστρι
α
καθαρίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθαρίστρια
<
καθαρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθαρίστρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) γυναίκα η οποία αναλαμβάνει κατ' επάγγελμα να
καθαρίζει
ιδιωτικά ή δημόσια κτήρια
Δείτε επίσης
επεξεργασία
παραδουλεύτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθαρίστρια
αγγλικά
:
cleaner
(en)
γαλλικά
:
femme
(fr)
de
ménage
(fr)
,