Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
femme femmes

femme (fr) θηλυκό

  1. η γυναίκα
  2. η σύζυγος

Εκφράσεις

επεξεργασία