Δείτε επίσης: femme dé mênage

  Ετυμολογία

επεξεργασία
femme de ménage < → δείτε τις λέξεις femme, de και ménage

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fam də me.naʒ/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
femme de ménage femmes de ménage

femme de ménage (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία