καθαριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαριστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθαριστικός (εξαγνιστικός) < καθαριστ(ής) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θa.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θα‐ρι‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καθαριστικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- που μπορεί να καθαρίζει
Παράγωγα επεξεργασία
- καθαριστικό (ουδέτερο)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη καθαρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαριστικός
|
Πηγές επεξεργασία
- καθαριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καθαριστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαριστικός < καθαριστ(ής) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καθαριστικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ΛΚΝ, Μπμπ, το δίνουν ως ελληνιστικό. Δεν υπάρχει LSJ, LSKonst. ούτε Δημητράκος. Υπάρχει Οικουμένιος ή Pseudo-Oecumenius. PG 118 (= I).119,9–725, 10ος αιώνας, και στο
{{R:Somavera}}
, καθαριστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)