εξαγνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
εξαγνιστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στον εξαγνισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγνιστικός