• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξαγνιστικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξαγνιστικός εξαγνιστική εξαγνιστικό
γενική εξαγνιστικού εξαγνιστικής εξαγνιστικού
αιτιατική εξαγνιστικό εξαγνιστική εξαγνιστικό
κλητική εξαγνιστικέ εξαγνιστική εξαγνιστικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξαγνιστικοί εξαγνιστικές εξαγνιστικά
γενική εξαγνιστικών εξαγνιστικών εξαγνιστικών
αιτιατική εξαγνιστικούς εξαγνιστικές εξαγνιστικά
κλητική εξαγνιστικοί εξαγνιστικές εξαγνιστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξαγνιστικός < εξαγνίζω + -τικός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

εξαγνιστικός, -ή, -ό

  • που συμβάλλει στον εξαγνισμό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εξαγνιστήριος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξαγνιστικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξαγνιστικός&oldid=4049613"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Ιουνίου 2019, στις 06:03

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Ιουνίου 2019, στις 06:03.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie