εξαγνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεξαγνίζω
- καθαρίζω, απαλλάσσω από ηθικό παράπτωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγνίζω | εξάγνιζα | θα εξαγνίζω | να εξαγνίζω | εξαγνίζοντας | |
β' ενικ. | εξαγνίζεις | εξάγνιζες | θα εξαγνίζεις | να εξαγνίζεις | εξάγνιζε | |
γ' ενικ. | εξαγνίζει | εξάγνιζε | θα εξαγνίζει | να εξαγνίζει | ||
α' πληθ. | εξαγνίζουμε | εξαγνίζαμε | θα εξαγνίζουμε | να εξαγνίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαγνίζετε | εξαγνίζατε | θα εξαγνίζετε | να εξαγνίζετε | εξαγνίζετε | |
γ' πληθ. | εξαγνίζουν(ε) | εξάγνιζαν εξαγνίζαν(ε) |
θα εξαγνίζουν(ε) | να εξαγνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάγνισα | θα εξαγνίσω | να εξαγνίσω | εξαγνίσει | ||
β' ενικ. | εξάγνισες | θα εξαγνίσεις | να εξαγνίσεις | εξάγνισε | ||
γ' ενικ. | εξάγνισε | θα εξαγνίσει | να εξαγνίσει | |||
α' πληθ. | εξαγνίσαμε | θα εξαγνίσουμε | να εξαγνίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαγνίσατε | θα εξαγνίσετε | να εξαγνίσετε | εξαγνίστε | ||
γ' πληθ. | εξάγνισαν εξαγνίσαν(ε) |
θα εξαγνίσουν(ε) | να εξαγνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαγνίσει | είχα εξαγνίσει | θα έχω εξαγνίσει | να έχω εξαγνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαγνίσει | είχες εξαγνίσει | θα έχεις εξαγνίσει | να έχεις εξαγνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαγνίσει | είχε εξαγνίσει | θα έχει εξαγνίσει | να έχει εξαγνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγνίσει | είχαμε εξαγνίσει | θα έχουμε εξαγνίσει | να έχουμε εξαγνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγνίσει | είχατε εξαγνίσει | θα έχετε εξαγνίσει | να έχετε εξαγνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαγνίσει | είχαν εξαγνίσει | θα έχουν εξαγνίσει | να έχουν εξαγνίσει |
|