Δείτε επίσης: ἁγνός, ἀγνώς, ἄγνος, Άγνος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγνός η αγνή το αγνό
      γενική του αγνού της αγνής του αγνού
    αιτιατική τον αγνό την αγνή το αγνό
     κλητική αγνέ αγνή αγνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγνοί οι αγνές τα αγνά
      γενική των αγνών των αγνών των αγνών
    αιτιατική τους αγνούς τις αγνές τα αγνά
     κλητική αγνοί αγνές αγνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁγνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɣnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγνός, -ή, -ό, συγκριτικός: αγνότερος, υπερθετικός:  αγνότατος

  1. που δεν έχει μέσα του κακία, υστεροβουλία ή άλλο αρνητικό χαρακτηριστικό
  2. (για υλικά) παρθένος, ανόθευτος
    ⮡  Το μέλι από αυτόν τον παραγωγό είναι αγνό.
  3. που δεν έχει έρθει ποτέ του σε σεξουαλική επαφή, παρθένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία