αγνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγνός | η | αγνή | το | αγνό |
γενική | του | αγνού | της | αγνής | του | αγνού |
αιτιατική | τον | αγνό | την | αγνή | το | αγνό |
κλητική | αγνέ | αγνή | αγνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγνοί | οι | αγνές | τα | αγνά |
γενική | των | αγνών | των | αγνών | των | αγνών |
αιτιατική | τους | αγνούς | τις | αγνές | τα | αγνά |
κλητική | αγνοί | αγνές | αγνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁγνός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνός
Επίθετο
επεξεργασίααγνός, -ή, -ό, συγκριτικός : αγνότερος, υπερθετικός : αγνότατος
- που δεν έχει μέσα του κακία, υστεροβουλία ή άλλο αρνητικό χαρακτηριστικό
- (για υλικά) παρθένος, ανόθευτος
- ⮡ Το μέλι από αυτόν τον παραγωγό είναι αγνό.
- που δεν έχει έρθει ποτέ του σε σεξουαλική επαφή, παρθένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγνός
Πηγές
επεξεργασία- αγνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγνός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας