αγνότητα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγνότητα < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἀγνότης από την αιτιατική «τὴν ἀγνότητα»
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣno.ti.ta/
- συλλαβισμός : α‐γνό‐τη‐τα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγνότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αγνού
- ↪ η αγνότητα ενός μικρού παιδιού
- ↪ η αγνότητα των υλικών μας εγγυάται την επιτυχία της συνταγής σας
- η παρθενία
- ↪ έχασε την αγνότητά της
- εκφράσεις: ζώνη αγνότητας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιδιότητα του «αγνός»