ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγνοτητ-
ονομαστική ἀγνότης αἱ ἀγνότητες
      γενική τῆς ἀγνότητος τῶν ἀγνοτήτων
      δοτική τῇ ἀγνότητ ταῖς ἀγνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγνότητ τὰς ἀγνότητᾰς
     κλητική ! ἀγνότης ἀγνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγνότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγνό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγνότης θηλυκό