Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική czystość czystości
γενική czystości czystości
δοτική czystości czystościom
αιτιατική czystość czystości
οργανική czystością czystościami
τοπική czystości czystościach
κλητική czystości czystości

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

czystość (pl) θηλυκό