Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρθενία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παρθενί
α
οι
παρθενί
ες
γενική
της
παρθενί
ας
των
παρθενι
ών
αιτιατική
την
παρθενί
α
τις
παρθενί
ες
κλητική
παρθενί
α
παρθενί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρθενία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρθενία
θηλυκό
το να είναι κανείς
παρθένος
, να μην έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή, η
παρθενιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρθενία
γαλλικά
:
virginité
(fr)