παρθένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρθένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρθένος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *pr̥-sptén-o-s < *pstḗn (στήθος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paɾˈθe.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐θέ‐νος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρθένος | η | παρθένα | το | παρθένο |
γενική | του | παρθένου | της | παρθένας | του | παρθένου |
αιτιατική | τον | παρθένο | την | παρθένα | το | παρθένο |
κλητική | παρθένε | παρθένα | παρθένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρθένοι | οι | παρθένες | τα | παρθένα |
γενική | των | παρθένων | των | παρθένων | των | παρθένων |
αιτιατική | τους | παρθένους | τις | παρθένες | τα | παρθένα |
κλητική | παρθένοι | παρθένες | παρθένα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
παρθένος, -α, -ο
- που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, ανέγγιχτος από τον άνθρωπο
- παρθένο δάσος
- που δεν έχει υποστεί νόθευση ή θερμική ή χημική επεξεργασία, επομένως διατηρεί τα αρχικά του συστατικά και την επιθυμητή ποιότητα
- αγνό παρθένο ελαιόλαδο
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | παρθένος | οι | παρθένοι |
γενική | του/της | παρθένου | των | παρθένων |
αιτιατική | τον/την | παρθένο | τους/τις | παρθένους |
κλητική | παρθένε | παρθένοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
παρθένος αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που δεν έχει έλθει σε συνουσία
- (για γυναίκες) αυτή της οποίας δεν έχει διαρραγεί ο παρθενικός υμένας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρθένος
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.