συνουσία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Πράξη συνουσίας σε τοιχογραφία της Πομπηίας.
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνουσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνουσία[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.nuˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νου‐σί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνουσία θηλυκό
- η σεξουαλική πράξη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνουσία
Επεξεργασία
- ↑ «συνουσία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνουσία θηλυκό και ξυνουσίᾳ