↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέγγιχτος η ανέγγιχτη το ανέγγιχτο
      γενική του ανέγγιχτου της ανέγγιχτης του ανέγγιχτου
    αιτιατική τον ανέγγιχτο την ανέγγιχτη το ανέγγιχτο
     κλητική ανέγγιχτε ανέγγιχτη ανέγγιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέγγιχτοι οι ανέγγιχτες τα ανέγγιχτα
      γενική των ανέγγιχτων των ανέγγιχτων των ανέγγιχτων
    αιτιατική τους ανέγγιχτους τις ανέγγιχτες τα ανέγγιχτα
     κλητική ανέγγιχτοι ανέγγιχτες ανέγγιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέγγιχτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική άνέγγιχτος < ά- στερητικό + (ἐγγίζω) εγγικτ- + -ος [1][2]

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέγγιχτος, -η, -ο

  1. που παραδόξως δεν τον έχουν αγγίξει, με την έννοια ότι βγήκε από μια περιπέτεια (συνήθως απρόσμενα) σώος και αβλαβής, αλώβητος, άθικτος (είτε από πολεμική σύγκρουση είτε από πολιτικό σκάνδαλο, είτε από οικονομική περιπέτεια, εκείνος που "την έβγαλε καθαρή")
    ⮡  Αυτή η γυναίκα βρε παιδί μου λες κι έμεινε ανέγγιχτη από το χρόνο
  2. που δεν τον άγγιξαν επειδή δεν τον ήθελαν, ανέπαφος, άθικτος
    ⮡  Γιατί αφήσατε ανέγγιχτο το τζατζίκι μου; Πάλι έβαλα παραπάνω σκόρδο;
  3. (μειωτικό) έμμεσα, για κάποιον που εννοούμε ότι βγαίνει ανέγγιχτος ή αλώβητος επειδή είναι αναίσθητος, αδιάφορος ασυγκίνητος
  4. αγνός
    ⮡  Αυτές οι περιοχές έχουν μείνει σχετικά ανέγγιχτες από τον τουρισμό και μπορείς να βρεις ανθρώπους που σου λένε "καλώς ήρθατε" χωρίς να σε κοιτάζουν στο πορτοφόλι
  5. (παρωχημένο) για κορίτσι που δεν έχει έως τώρα ερωτικές σχέσεις (με την έννοια ότι δεν το έχει αγγίξει ερωτικά κανένας άνδρας)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία