ανέγγιχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέγγιχτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική άνέγγιχτος < ά- στερητικό + (ἐγγίζω) εγγικτ- + -ος [1][2]
Επίθετο
επεξεργασίαανέγγιχτος, -η, -ο
- που παραδόξως δεν τον έχουν αγγίξει, με την έννοια ότι βγήκε από μια περιπέτεια (συνήθως απρόσμενα) σώος και αβλαβής, αλώβητος, άθικτος (είτε από πολεμική σύγκρουση είτε από πολιτικό σκάνδαλο, είτε από οικονομική περιπέτεια, εκείνος που "την έβγαλε καθαρή")
- ⮡ Αυτή η γυναίκα βρε παιδί μου λες κι έμεινε ανέγγιχτη από το χρόνο
- που δεν τον άγγιξαν επειδή δεν τον ήθελαν, ανέπαφος, άθικτος
- ⮡ Γιατί αφήσατε ανέγγιχτο το τζατζίκι μου; Πάλι έβαλα παραπάνω σκόρδο;
- (μειωτικό) έμμεσα, για κάποιον που εννοούμε ότι βγαίνει ανέγγιχτος ή αλώβητος επειδή είναι αναίσθητος, αδιάφορος ασυγκίνητος
- αγνός
- ⮡ Αυτές οι περιοχές έχουν μείνει σχετικά ανέγγιχτες από τον τουρισμό και μπορείς να βρεις ανθρώπους που σου λένε "καλώς ήρθατε" χωρίς να σε κοιτάζουν στο πορτοφόλι
- (παρωχημένο) για κορίτσι που δεν έχει έως τώρα ερωτικές σχέσεις (με την έννοια ότι δεν το έχει αγγίξει ερωτικά κανένας άνδρας)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανέγγιχτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανέγγιχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας