αναίσθητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναίσθητος < ἀν- (στερητικό αν-) + αἰσθητός < αἰσθάνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈne.sθi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναί‐σθη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααναίσθητος, -η, -ο
- που χάνει τις αισθήσεις του από χτύπημα ή ασθένεια ή λήψη φαρμάκων που προκαλούν καταστολή ή νάρκωση
- (μεταφορικά) που δεν τρέφει αισθήματα, που δε συγκινείται, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες άλλων ατόμων ή και σε τυχόν συναισθηματική προσβολή του ίδιου
- ⮡ Δεν ιδρώνει τ' αυτί του, είναι αναίσθητος.
- ⮡ Μην προσπαθείς να τον φέρεις στο φιλότιμο, είναι αναίσθητος.
- ≈ συνώνυμα: αδιάφορος, άκαρδος, ανάλγητος, άπονος, ασυγκίνητος, παγερός, ψυχρός, εγωιστής
- ≠ αντώνυμα: ευαίσθητος, συμπονετικός, τρυφερός, φιλότιμος
Συγγενικά
επεξεργασίαμε αναισθ-
→ και δείτε τις λέξεις ανεπαίσθητος, αισθητός και αισθάνομαι για θέματα με αισθ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία που έχασε τις αισθήσεις του
που δεν έχει αισθήματα
Πηγές
επεξεργασία- αναίσθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναίσθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)