Δείτε επίσης: ἀναίσθητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναίσθητος η αναίσθητη το αναίσθητο
      γενική του αναίσθητου της αναίσθητης του αναίσθητου
    αιτιατική τον αναίσθητο την αναίσθητη το αναίσθητο
     κλητική αναίσθητε αναίσθητη αναίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναίσθητοι οι αναίσθητες τα αναίσθητα
      γενική των αναίσθητων των αναίσθητων των αναίσθητων
    αιτιατική τους αναίσθητους τις αναίσθητες τα αναίσθητα
     κλητική αναίσθητοι αναίσθητες αναίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναίσθητος < ἀν- (στερητικό αν-) + αἰσθητός < αἰσθάνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈne.sθi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναί‐σθη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αναίσθητος, -η, -ο

  1. που χάνει τις αισθήσεις του από χτύπημα ή ασθένεια ή λήψη φαρμάκων που προκαλούν καταστολή ή νάρκωση
    Πήρε κάτι χάπια και έμεινε αναίσθητος για 5 ώρες.
    Έπεσε κάτω αναίσθητος μόλις το άκουσε, λιποθύμησε.
    Έμεινε αναίσθητος από το χτύπημα.
     συνώνυμα: σέκος (λαϊκότροπο)
     αντώνυμα: σε εγρήγορση, ξύπνιος, ξυπνητός
  2. (μεταφορικά) που δεν τρέφει αισθήματα, που δε συγκινείται, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες άλλων ατόμων ή και σε τυχόν συναισθηματική προσβολή του ίδιου
    Δεν ιδρώνει τ' αυτί του, είναι αναίσθητος.
    Μην προσπαθείς να τον φέρεις στο φιλότιμο, είναι αναίσθητος.
     συνώνυμα: αδιάφορος, άκαρδος, ανάλγητος, άπονος, ασυγκίνητος, παγερός, ψυχρός, εγωιστής
     αντώνυμα: ευαίσθητος, συμπονετικός, τρυφερός, φιλότιμος

Συγγενικά

επεξεργασία

με αναισθ-

→ και δείτε τις λέξεις ανεπαίσθητος, αισθητός και αισθάνομαι για θέματα με αισθ-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία