ανεπαίσθητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπαίσθητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπαίσθητος < ἀν- στερητικό + ἐπαισθάνομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεπαίσθητος, -η, -ο
- που γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων σε πολύ μικρό βαθμό ή με μεγάλη δυσκολία ή και καθόλου, ελαφρύς/ελαφρός
- ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα
- ένα ανεπαίσθητο' αεράκι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεπαίσθητος