Δείτε επίσης: αναίσθητος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀναίσθητος τὸ ἀναίσθητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀναισθήτου τοῦ ἀναισθήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀναισθήτ τῷ ἀναισθήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀναίσθητον τὸ ἀναίσθητον
     κλητική ! ἀναίσθητε ἀναίσθητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀναίσθητοι τὰ ἀναίσθητ
      γενική τῶν ἀναισθήτων τῶν ἀναισθήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναισθήτοις τοῖς ἀναισθήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναισθήτους τὰ ἀναίσθητ
     κλητική ! ἀναίσθητοι ἀναίσθητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναισθήτω τὼ ἀναισθήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναισθήτοιν τοῖν ἀναισθήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναίσθητος < ἀν- στερητικό + αἰσθητός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀναίσθητος, -ος, -ον, συγκριτικός:ἀναισθητότερος, υπερθετικός: ἀναισθητότατος

  1. αδιάφορος, απαθής, ασυγκίνητος, αναίσθητος (μεταφορικά)
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς εἰρήνης, 15
    οὐχ ὡς ἡδέως ἔχουσιν ἡμῖν, οὐδ᾽ ὡς οὐκ ἂν χαρίζοιντο Φιλίππῳ, ἀλλ᾽ ἴσασιν ἀκριβῶς, εἰ καὶ πάνυ φησί τις αὐτοὺς ἀναισθήτους εἶναι, ὅτι, εἰ γενήσεται πόλεμος πρὸς ὑμᾶς αὐτοῖς, τὰ μὲν κακὰ πάνθ᾽ ἕξουσιν αὐτοί, τοῖς δ᾽ ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων ἕτερος καθεδεῖται.
    Όχι βέβαια γιατί τρέφουν φιλικά αισθήματα προς εμάς ούτε και γιατί δεν θα έκαναν τα χατίρια του Φίλιππου, αλλά επειδή γνωρίζουν πολύ καλά, όσο και αν ισχυρίζεται κανείς ότι είναι αναίσθητοι, πως, αν εμπλακούν σε πόλεμο εναντίον σας, οι ίδιοι θα υποστούν όλα τα κακά, άλλος όμως θα κάθεται περιμένοντας τα κέρδη.
    Μετάφραση (2003): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 2, 1108b
    ὁμοίως δὲ καὶ ὁ σώφρων πρὸς μὲν τὸν ἀναίσθητον ἀκόλαστος, πρὸς δὲ τὸν ἀκόλαστον ἀναίσθητος,
    το ίδιο και ο σώφρων συγκρινόμενος με τον αναίσθητο μοιάζει ακόλαστος, συγκρινόμενος όμως με τον ακόλαστο φαίνεται αναίσθητος·
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. ανόητος, βλάκας
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 43
    οἱ μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο·
    Οι κατάπτυστοι Θεσσαλοί και οι αναίσθητοι Θηβαίοι θεωρούσαν τον Φίλιππο φίλο, ευεργέτη και σωτήρα τους·
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
     αντώνυμα: εὐαίσθητος (εύστροφος, που αντιλαμβάνεται - ευκολονόητος)
  3. μη αισθητός, ανεπαίσθητος

Συγγενικά

επεξεργασία