Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναισθητέω < ἀναίσθητος

ἀναισθητέω και ἀναισθητεύω και ἀναισθηταίνω, - ἀναισθητῶ (συνηρημένο)

  1. δεν έχω συναίσθηση, είμαι ημιλυπόθυμος, δεν έχω τις κανονικές αισθήσεις μου
    συμφορῶν ἀναιαθητέω / ἀναιαθητέω ταλαιπωρίας
  2. δεν έχω αίσθηση, δεν αντιλαμβάνομαι κάτι με κάποια αίσθησή μου
  3. δεν έχω συναίσθηση, δεν εκτιμώ κάτι σωστά

Συγγενικά

επεξεργασία