κατάπτυστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτυστος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐πτυ‐στος
Επίθετο
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατάπτυστα
- → δείτε τις λέξεις κατά και φτύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κατάπτυστος, -ος, -ον
- κατάπτυστος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 43
- οἱ μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο·
- Οι κατάπτυστοι Θεσσαλοί και οι αναίσθητοι Θηβαίοι θεωρούσαν τον Φίλιππο φίλο, ευεργέτη και σωτήρα τους·
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 43
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πτύω
Πηγές
επεξεργασία
- κατάπτυστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπτυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.