Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάπτυστος η κατάπτυστη το κατάπτυστο
      γενική του κατάπτυστου της κατάπτυστης του κατάπτυστου
    αιτιατική τον κατάπτυστο την κατάπτυστη το κατάπτυστο
     κλητική κατάπτυστε κατάπτυστη κατάπτυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάπτυστοι οι κατάπτυστες τα κατάπτυστα
      γενική των κατάπτυστων των κατάπτυστων των κατάπτυστων
    αιτιατική τους κατάπτυστους τις κατάπτυστες τα κατάπτυστα
     κλητική κατάπτυστοι κατάπτυστες κατάπτυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτυστος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.pti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐πτυ‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάπτυστος

  • που είναι πάρα πολύ αισχρός και προκαλεί απέχθεια, αυτός που χαρακτηρίζεται, λαϊκά, "για φτύσιμο"

Συνώνυμα επεξεργασία

βδελυρός σιχαμερός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κατάπτυστος τὸ κατάπτυστον οἱ, αἱ κατάπτυστοι τὰ κατάπτυστα
Γενική τοῦ, τῆς καταπτύστου τοῦ καταπτύστου τῶν καταπτύστων τῶν καταπτύστων
Δοτική τῷ, τῇ καταπτύστῳ τῷ καταπτύστῳ τοῖς, ταῖς καταπτύστοις τοῖς καταπτύστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν κατάπτυστον τὸ κατάπτυστον τοὺς, τὰς καταπτύστους τὰ κατάπτυστα
Κλητική κατάπτυστε κατάπτυστον κατάπτυστοι κατάπτυστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική καταπτύστω
Γενική-Δοτική καταπτύστοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάπτυστος < καταπτύω + -τος < κατά- (κατά + πτύω

  Επίθετο επεξεργασία

κατάπτυστος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πτύω

  Πηγές επεξεργασία