κατάπτυστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτυστος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐πτυ‐στος
Επίθετο επεξεργασία
κατάπτυστος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κατάπτυστα
- → δείτε τις λέξεις κατά και φτύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάπτυστος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κατάπτυστος | τὸ κατάπτυστον | οἱ, αἱ κατάπτυστοι | τὰ κατάπτυστα |
Γενική | τοῦ, τῆς καταπτύστου | τοῦ καταπτύστου | τῶν καταπτύστων | τῶν καταπτύστων |
Δοτική | τῷ, τῇ καταπτύστῳ | τῷ καταπτύστῳ | τοῖς, ταῖς καταπτύστοις | τοῖς καταπτύστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κατάπτυστον | τὸ κατάπτυστον | τοὺς, τὰς καταπτύστους | τὰ κατάπτυστα |
Κλητική | κατάπτυστε | κατάπτυστον | κατάπτυστοι | κατάπτυστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καταπτύστω | |||
Γενική-Δοτική | καταπτύστοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
κατάπτυστος < καταπτύω + -τος < κατά- (κατά + πτύω
Επίθετο επεξεργασία
κατάπτυστος, -ος, -ον
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πτύω
Πηγές επεξεργασία
- κατάπτυστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπτυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.