Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιχαμερός η σιχαμερή το σιχαμερό
      γενική του σιχαμερού της σιχαμερής του σιχαμερού
    αιτιατική τον σιχαμερό τη σιχαμερή το σιχαμερό
     κλητική σιχαμερέ σιχαμερή σιχαμερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιχαμεροί οι σιχαμερές τα σιχαμερά
      γενική των σιχαμερών των σιχαμερών των σιχαμερών
    αιτιατική τους σιχαμερούς τις σιχαμερές τα σιχαμερά
     κλητική σιχαμεροί σιχαμερές σιχαμερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιχαμερός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σιχαμερός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί αποστροφή, από αισθητική ή ηθική άποψη
    ένας σιχαμερός απόπατος
    ένας σιχαμερός και γλοιώδης κόλακας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία