σιχαμερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σιχαμερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σιχαμερός, -ή, -ό
- που προκαλεί αποστροφή, από αισθητική ή ηθική άποψη
- ένας σιχαμερός απόπατος
- ένας σιχαμερός και γλοιώδης κόλακας